φθοριωμένος

φθοριωμένος
-η, -ο, Ν
1. χημ. (για χημ. ένωση) αυτός που έχει υποστεί φθορίωση
2. (για νερό) αυτός ο οποίος έχει υποστεί απολύμανση με προσθήκη φθορίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτχ. παθ. παρακμ. τού αμάρτυρου ρ. φθοριώνω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”